- νεαγενής
- νεᾱγενής,A f.l. for νεογενής in E.IA1623 (unless scanned as trisyll.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεαγενής — νεαγενής, ές (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεογενής … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
νεογενής — ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγε νής, ές) 1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος 2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει εμφανιστεί,… … Dictionary of Greek